- πάγος
- I
Αρχαία ελληνική πόλη της Πελοποννήσου, αρχαιότερη και από την Κόρινθο. Δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία για την πόλη αυτή.IIΠεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.), στην πρώην επαρχία Σύρου, του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου.* * *(I)ο (ΑΜ πάγος)1. σώμα κρυσταλλικό και σκληρό που προήλθε από τη στερεοποίηση τού νερού λόγω χαμηλών θερμοκρασιών, κατώτερων τών 0°C2. παγετός, παγωνιά («τῶν ὑπαιθρίων πάγων δρόσων τ' ἀπαλλαγέντες», Αισχύλ.)3. φρ. «Άρειος Πάγος» — ο βράχος τού Άρεως στην αρχαία Αθήνα, όπου συνεδρίαζε το ανώτατο δικαστήριονεοελλ.1. μτφ. καθετί ψυχρό και απωθητικό2. φρ. α) «Άρειος Πάγος» — το ανώτατο δικαστήριο για πολιτικές και ποινικές υποθέσειςβ) «ξηρός πάγος» — στερεοποιημένο διοξείδιο τού άνθρακα το οποίο χρησιμοποιείται ως ψυκτικό μέσογ) «τράπεζα πάγου»γεωλ. μεγάλου πάχους μάζα επιπλέοντος πάγου, προσκολλημένη στη χέρσο, η οποία σχηματίζεται και τροφοδοτείται από τις γλώσσες τών παγετώνων που εκτείνονται από τη χέρσο προς τα απάνεμα νεράαρχ.1. καθετί το στερεά τοποθετημένο και ακίνητο2. κορυφή όρους3. απόκρημνος βράχος4. ο αφρός που σχηματίζεται στην επιφάνεια τού γάλακτος μετά από την ψύξη του, η τσίπα, το καϊμάκι5. το αλάτι που σχηματίζεται από την εξάτμιση τού νερού6. η πήξη τού αίματος7. φρ. «μαντεῑος πάγος» — το μαντείο τών Δελφών.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πăγ- τού πήγνυμι*].————————(II)πάγος, ὁ (Α)διοικητικό διαμέρισμα, περιοχή, επαρχία.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pāgus «κώμη» (πρβλ. παγός / πηγός). Ο τ. συνδέεται με το λατ. pax, pacis «ειρήνη» και το ρ. pango «ορίζω, βεβαιώνω» (βλ. και λ. πήγνυμι)].————————(III)πάγος, τὸ (Α)φρ. «ἄκριτον πάγος» — η άμορφη και συγκεχυμένη μάζα που περιβάλλει τον κόσμο.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού πάγος (Ι) με αλλαγή γένους].
Dictionary of Greek. 2013.